Κυριακή 25 Ιουνίου 2006

Με δύο γραμμές στα ελληνοτουρκικά

Όπως όλα δείχνουν η Τουρκία επανήλθε στην προσφιλή τακτική των προκλήσεων που δεν περιορίζονται μόνο στις αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο, αλλά ανοίγουν πολλά ταυτόχρονα θέματα με καθημερινές δηλώσεις κυβερνητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Άγκυρας.
Από τις κάθε λογής πιέσεις στο Πατριαρχείο και τις προκλητικές δηλώσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών Γ. Γιακίς στη Θράκη, μέχρι το θέμα που έθεσε ο νυν ΥΠΕΞ Α. Γκιούλ για την μουσουλμανική μειονότητα στην πρόσφατη διάσκεψη των ισλαμικών χωρών.
Σε απάντηση των πιέσεων της Ε.Ε. για το άνοιγμα των λιμανιών και του εναερίου χώρου της Τουρκίας στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα ,όπως προβλέπουν οι συμφωνίες που έχει ήδη υπογράψει η Άγκυρα, πέρασε στην ισλαμική διάσκεψη το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ως παρατηρητή με την ονομασία «τουρκοκυπριακό κράτος».
Είναι προφανές ότι όσο ξεστρατίζει η Άγκυρα από την ευρωπαϊκή της πορεία, τόσο σκληραίνει και τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα. Χωρίς έως τώρα να υπάρχει η παραμικρή διάθεση συνεργασίας για την επίλυση των προβλημάτων με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, επιχείρησε να εισπράξει χωρίς κανένα τίμημα την αμέριστη ελληνική βοήθεια στην ευρωπαϊκή της πορεία.
Ούτε το
cacus belli δεν φρόντισε να άρει απέναντι στη χώρα μας. Παρόλα αυτά διατείνεται ότι είναι χώρα που επιδιώκει να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια χρησιμοποιώντας ως ισχυρό μέσο πίεσης και τον μπάρμπα στην Κορώνη δηλ. την Ουάσινγκτον. Τα εμπόδια της Τουρκίας στην πορεία της προς την ενωμένη Ευρώπη μπορεί να έχουν αφορμή την άρνησή της να ανοίξει λιμάνια και αεροδρόμια στην Κύπρο, όμως υποκρύπτουν άλλα αίτια που έχουν να κάνουν με τις δεύτερες αρνητικές σκέψεις των ευρωπαίων σε σχέση με την τουρκική υποψηφιότητα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση με την Τουρκία καταρρέει αν τελικά η Άγκυρα βρεθεί εκτός ευρωπαϊκού παιχνιδιού. Στην κρίσιμη αυτή ώρα της απόφασης για την χάραξη μιας νέας στρατηγικής, εμφανίζονται στον ορίζοντα δύο σχολές προσέγγισης του προβλήματος.
Η μία που εκφράστηκε ήδη δημόσια, αρχικά από τον τέως πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο, υποστηρίχθηκε από τον τέως πρωθυπουργό Κ. Σημίτη και εμμέσως και από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που μας λέει να πάμε όλα τα θέματα που έχουμε με την Τουρκία πακέτο στη Χάγη, κάνοντας ταυτόχρονα μια σειρά παραχωρήσεων , όπως αυτή του εύρους των χωρικών μας υδάτων , και η άλλη που ακούσαμε από το νυν πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Παπούλια και φαίνεται να υιοθετείται από την παρούσα κυβέρνηση, που επισημαίνει ότι η ακινησία μας ευνοεί γιατί αν πάμε τα θέματα που θέτει σήμερα η Άγκυρα, ουδείς μπορεί να μας εγγυηθεί ότι την επομένη δεν θα δεν θα βρεθούμε μπροστά σε νέες απαιτήσεις της.
Η άποψη περί διαφοράς απόψεων στην Τουρκία ανάμεσα σε στρατιωτικούς και πολιτικούς δείχνει να αποτελεί μέρος των ελληνικών φαντασιώσεων, παρά πραγματικότητα για την γειτονική μας χώρα. Η Αθήνα ακολουθεί κατά πάγια τακτική αμυντική πολιτική, μια και δεν βάζει θέματα στην Τουρκία στο τραπέζι των διαφορών. Θα μπορούσε η Ελλάδα αντί να παζαρεύει τα έξι ή τα οκτώ μίλια στο Αιγαίο , να θέσει θέμα αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης που εκτείνεται μέχρι τα διακόσια μίλια. Κάτι που ήδη εφάρμοσαν οι Αμερικανοί αμέσως μετα την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας το 1982. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και πολλά άλλα που αφορούν το Πατριαρχείο και την τύχη προσώπων και περιουσιών των Ελλήνων της Πόλης της Ίμβρου και της Τενέδου.
Στο θέμα της Τουρκίας το όποιο βάρος δεν πέφτει μόνο στους ώμους της παρούσας κυβέρνησης. Οι πολιτικοί αρχηγοί οφείλουν να συνεννοηθούν και να ενημερώσουν το λαό για τις αποφάσεις τους . Για να είμαστε όλοι κοινωνοί. Γιατί όλους μας αφορά. Και εμάς και τα παιδιά μας…